- ἑστιοπάμων
- ἑστιοπάμων [pron. full] [ᾱ], ονος, ὁ,A householder, [dialect] Dor. and [dialect] Aeol., Poll.1.74,10.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εστιοπάμων — ἑστιοπάμων, ὁ (Α) (στους Δωριείς και στους Αιολείς) ο δεσπότης τής οικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + πάμων (< πάμα «περιουσία») πρβλ. πολυ πάμων] … Dictionary of Greek
ἑστιοπάμων — ἑστιοπά̱μων , ἑστιοπάμων householder masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)